- ψαλίδι
- το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, -ίδος]νεοελλ.κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές2. χειρουργικό εργαλείο με αυτό το σχήμα3. (δομ.) το ζεύγος δοκών που ενώνονται σε σχήμα Λ και συγκροτούν το ζευκτό στέγης, οι αμείβοντες4. (κατ' επέκτ.) ολόκληρο το ζευκτό5. το κλαδευτήρι τού κηπουρού6. μτφ. α) (αθλ.) τρόπος λακτίσματος, κατά τον οποίο ο παίκτης ανατρέπει το σώμα του με το κεφάλι προς τα κάτω και χτυπάει την μπάλα στον αέρα προς τα πίσωβ) άσκηση γυμναστικής ή χορευτική φιγούρα, που εκτελείται κατά μίμηση τής κίνησης τού παραπάνω εργαλείου7. φρ. α) «ψαλίδι πάει η γλώσσα του»μτφ. μιλάει πολύ, είναι φλύαρος ή μιλάει γρήγοραβ) «έχει [ή είναι] καλό ψαλίδι»μτφ. (για πρόσ.) είναι καλός ράφτηςγ) «δούλεψε [ή έπεσε] ψαλίδι»μτφ.») (σχετικά με γραπτό κείμενο ή κινηματογραφική ταινία) έγιναν πολλές περικοπές, λογοκρίθηκε αυστηράii) λέγεται για σύγγραμμα τού οποίου τα περιεχόμενα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους συρραφή αποσπασμάτων από άλλα έργαδ) «βιομηχανικό ψαλίδι»τεχνολ. βιομηχανικό εργαλείο κατασκευαζόμενο σε πολλές διαμορφώσεις, ανάλογα με τον προορισμό του, και αποτελούμενο συνήθως από μία σταθερή λεπίδα, προσαρμοσμένη στο ένα άκρο μεταλλικού τραπεζιού, και από μία άλλη λεπίδα, κινητή στο κατακόρυφο επίπεδο. || (μσν.-αρχ.) υποκορ. τού ψαλίς.
Dictionary of Greek. 2013.